δίδυμος

δίδυμος
δῐδῠμος (διδύμῳ, -ον; -οι, -ων, -οις, -ους: -αι, -αισιν, -ας.)
1 twin
1 lit., of twin children, esp. Apollo and Artemis. σὺν βαθυζώνοιο διδύμοις παισὶ Λήδας (v. 1. διδύμοισι) O. 3.35

ματέρι καὶ διδύμοις παίδεσσιν N. 9.4

ἐς φάος ἰόντες δίδυμοι παῖδες Pae. 12.15

of Herakles and Iphikles:

τέκε Ἀλκμήνα διδύμων κρατησίμαχον σθένος υἱῶν P. 9.86

διδύμῳ σὺν κασιγνήτῳ Iphikles N. 1.36 of Thebe and Aigina:

πατρὸς οὕνεκα δίδυμαι γένοντο θύγατρες Ἀσωπίδων ὁπλόταται I. 8.17

of Echion and Erytos:

πέμψε δ' Ἑρμᾶς χρυσόραπις διδύμους υἱοὺς ἐπ ἄτρυτον πόνον P. 4.178

2 met., two, double, twin βωμοὺς ἓξ διδύμους ἐγέραρεν at Olympia O. 5.5

οἱ ὤπασε θησαυρὸν δίδυμον μαντοσύνας, τόκα μὲν φωνὰν ἀκούειν ψευδέων ἄγνωτον . τότ' αὖ χρηστήριον θέσθαι κέλευσεν O. 6.65

τίς γὰρ θεῶν ναοῖσιν οἰωνῶν βασιλέα δίδυμον ἐπέθηκ; (pr.: i. e. at both ends of the temple) O. 13.21 ἐπὶ γὰρ ἰοχέαιρα παρθένος χερὶ διδύμᾳ ὅ τ' ἐναγώνιος Ἑρμᾶς ἀγλάεντα τίθησι κόσμον (ἀμφοτέραις αὐτῆς ταῖς χερσί. Σ.) P. 2.9

τῷ μὲν διδύμας χάριτας εἰ κατέβαν ὑγίειαν ἄγων χρυσέαν κῶμόν τ' ἀέθλων P. 3.72

αἰχμαῖσιν διδύμαισιν (cf. Fraenkel on Aga. 643) P. 4.79 δίδυμαι γὰρ ἔσαν ζωαί (sc. πετραί: the Symplegades) P. 4.209 ἑκόντι δ' ἐγὼ νώτῳ μεθέπων δίδυμον ἄχθος i. e. the task of praising Alkimidas and Melesias N. 6.57 ἔστι δὲ καὶ διδύμων ἀέθλων Μελίσσῳ μοῖρα (at Nemea and the Isthmos) I. 3.9 δίδυμον στρέφοισα πηδάλιον (sc. Τύχα. cf. διπλόος. turning two ways, treacherous,) fr. 40. ]διδύμαις P. Oxy. 2622, fr. 1. 6 ad? fr. 346.

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • δίδυμος — double masc nom sg δίδυμος double masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Δίδυμος — double masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Κύπρο και μαρτύρησε μαζί με τους επίσης Κύπριους Νεμέσιο και Ποτάμιο. Η μνήμη του τιμάται στις 20 Φεβρουαρίου. * * * η, ο (AM δίδυμος, η, ον και δίδυμος, ον) 1. αυτός που γεννήθηκε με έναν… …   Dictionary of Greek

  • δίδυμος — η, ο αυτός που γεννήθηκε στην ίδια γέννα μαζί με άλλον: Δίδυμα αδέρφια …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Δίδυμος Αλεξανδρείας — (Αλεξάνδρεια 313 – 395; μ.Χ.). Εκκλησιαστικός συγγραφέας. Αναφέρεται και ως Δ.ο Τυφλός. Παρότι τυφλώθηκε σε παιδική ηλικία, έλαβε υψηλή μόρφωση και τον θεωρούσαν αυθεντία στην ερμηνεία της Αγίας Γραφής. Το έργο του που διασώθηκε διακρίνεται σε… …   Dictionary of Greek

  • Δίδυμος ο Αλεξανδρεύς — (1ος αι. π.Χ.). Επιφανής γραμματικός της Αλεξάνδρειας που επονομάστηκε Χαλκέντερος για το πλήθος των έργων που έγραψε (υπολογίζονται σε 3.500 τόμους). Οι πραγματείες του ήταν κριτικοερμηνευτικές και λεξικογραφικές, αναφέρονταν στη σωστή χρήση της …   Dictionary of Greek

  • Άρειος Δίδυμος — (Αλεξάνδρεια 83 π.Χ. – 10 μ.Χ.).Φιλόσοφος, δάσκαλος του αυτοκράτορα Αυγούστου και φίλος του Μαικήνα. Ο Στοβαίος και ο Ευσέβιος έχουν περισώσει αποσπάσματα του έργου του που αφορούν τη φυσική φιλοσοφία του Αριστοτέλη και των στωικών και την ηθική… …   Dictionary of Greek

  • διδύμω — δίδυμος double masc/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/neut gen sg (doric aeolic) δίδυμος double masc/fem/neut nom/voc/acc dual δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • δίδυμον — δίδυμος double masc acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg δίδυμος double masc/fem acc sg δίδυμος double neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδύμων — δίδυμος double fem gen pl δίδυμος double masc/neut gen pl δίδυμος double masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διδύμοιο — δίδυμος double masc/neut gen sg (epic) δίδυμος double masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”